Λατέρνα, φτώχια & φιλότιμο








 Η λατέρνα εξαπλώθηκε γρήγορα στα σοκάκια, σε ταβέρνες, πανηγύρια και σπίτια και γράφτηκαν σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα, Εθνικά εμβατήρια αλλά και πολλά λαϊκά τραγούδια!





Η λατέρνα είναι ένα αυτόματο μουσικό όργανο που αν και ογκώδες δεν χρησιμοποιείται μόνο σε κλειστούς χώρους αλλά συχνά μεταφέρεται σε ανοιχτούς χώρους, πλατείες και γειτονιές. Είναι ένα όργανο που δημιούργησε πολλά συναισθήματα στους Έλληνες και βοήθησε πολύ στην εξάπλωση και διάδοση ήχων που είναι αγαπητοί ακόμα και σήμερα. Πολλοί έχουν να πουν κάποια ιστορία που ξέρουν ή έχουν ακούσει γύρω από κάποια λατέρνα. Υπήρξαν όμως και πολλά προβλήματα που την ταλαιπώρησαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου με αποτέλεσμα να την περιθωριοποιήσουν. Επίσης πρόβλημα στην μελέτη της δημιουργεί η έλλειψη βιβλιογραφίας, μιας και όποια τυχόν υπάρχει είναι ανεπαρκής έως και λανθασμένη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ερευνητές δεν ασχολήθηκαν με την τέχνη της λατέρνας αλλά προέβησαν σε μια απλή περιγραφή της. Παρόλα αυτά ακόμα και σήμερα υπάρχουν γωνιές και γειτονιές που κάποιος μπορεί να ακούσει και να σιγοτραγουδήσει παλιές αγαπημένες μελωδίες.


Η πρώτη λατέρνα στην Ελλάδα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880. Τότε η συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Jugepe Turconi απέφερε την λατέρνα. Οι δυο τους πολύ καλοί φίλοι με έντονες μουσικές και κατασκευαστικές δεξιότητες έφτιαξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη λατέρνα χωρίς τη σιδερένια βάση που είχαν τα πιάνο γιατί υπήρχαν παρόμοια με τη λατέρνα όργανα στο παρελθόν με σιδερένια όμως βάση (π.χ. η Ρομβία). Οι δυο τους είχαν δημιουργήσει ένα
συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια. Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το «σταμπάρισμα» των τραγουδιών.


Η εξέλιξη ήταν ραγδαία. Αν και στην Κωνσταντινούπολη υπήρξαν μόνο 2-3 κατασκευαστές στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 60-80. Υπολογίζεται επίσης ότι την περίοδο πριν τον πόλεμο του 1940 υπήρξαν σε Αθήνα και Πειραιά περίπου 40.000 όργανα και άλλα τόσα μόνο στη Θεσσαλονίκη. Ακόμα εκείνη την περίοδο σε κάθε μαγαζί διασκεδάσεως υπήρχαν 6-7 όργανα. Ο πόλεμος όμως στάθηκε τροχοπέδη σε οποιαδήποτε εξέλιξη της λατέρνας. Αν και ήταν πολύ προσιτή στην αρχή της στη διάρκεια του πολέμου κανείς δεν κοίταζε την διασκέδαση. Επίσης πάρα πολλά όργανα καταστράφηκαν λόγω του όγκου τους. Ο τελευταίος κατασκευαστής ήταν από τις Σέρρες όπου έκλεισε το εργαστήριο περίπου στα 1938. Αυτό το μαρτυρούν και οι υπάρχουσες λατέρνες που υπολογίζονται σε νεότερες να είναι εκείνης της εποχής.








Η λειτουργία της λατέρνας βασίζεται στα 2 μέρη της. Στο πάνω όπου παράγεται ο ήχος με τις χορδές και στο κάτω όπου ο κύλινδρος θέτει σε κίνηση τα πλήκτρα. Ο κύλινδρος έχει πάνω του καρφωμένα καρφιά (αυτό είναι το λεγόμενο σταμπάρισμα) και γυρνώντας τη μανιβέλα γυρνάει ο κύλινδρος μέσω ενός γραναζιού και ενός στροφάλου. Γυρνώντας λοιπόν ο κύλινδρος ακουμπάνε τα καρφιά του πάνω στα ατσαλάκια (ατσάλινες άκρες 10 περίπου χιλιοστών) που βρίσκονται στην άκρη των πλήκτρων, τα ανασηκώνουν και όταν τα αφήνουν αυτά με τη βοήθεια ελατηρίων προσκρούουν στις χορδές. Για την αλλαγή τραγουδιού σηκώνεται ο μοχλός ασφαλίσεως και μετακινώντας τον κύλινδρο δεξιά ή αριστερά αλλάζουμε σειρά καρφιών που θα μετακινούν τα πλήκτρα. Η απόσταση μεταξύ 2 πλήκτρων είναι 13 χιλιοστά και έτσι χωράνε μέχρι και 9 τραγούδια σε κάθε κύλινδρο. Η ταχύτητα του τραγουδιού εξαρτάται από το πόσο κοντά μεταξύ τους είναι τα καρφιά, απ’ το ύψος τους και απ’ την κίνηση της μανιβέλας. Έτσι το παίξιμο απαιτεί από τον παίκτη γνώση της σωστής ταχύτητας, σταθερό ρυθμό και μείωση του ρυθμού την τελευταία φορά επανάληψης του τραγουδιού για να φανεί που αυτό τελειώνει. Επίσης απαραίτητη είναι και η συνοδεία ντεφιού.

Κύριο χαρακτηριστικό της λατέρνας ήταν και είναι το στόλισμά της. Παλαιότερα αποτελούσε και επάγγελμα καθώς υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν στολίδια και άλλα είδη. Είχαν σκεπάσματα από δέρμα σε διάφορα χρώματα, κομμένα, ξεγυρισμένα, με κεντίδια, σκαλισμένα διάτρητα. Αυτές ήταν οι φορεσιές. Υπήρχαν βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις (π.χ. 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική σημαία ή παραστάσεις από μάχες του ’21) Ήταν πολύ φορτωμένες με χάντρες, κομπολόγια, εικόνες ακόμα και κέλυφος χελώνας και ότι άλλο σκεφτόταν ο καθένας. Υπήρχαν σεγαριστά σχέδια με το κλασσικό βυζαντινό σχέδιο και η εικόνα που είχαν στο κέντρο ήταν ή της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζα Εσκενάζυ ή 2-3 ακόμα άλλες. Σπάνια κάποιος έβαζε φωτογραφία από αγαπημένο ή συγκεκριμένο του πρόσωπο. Τέλος τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα ήταν ξυλόγλυπτα.




Η λατέρνα πέρασε τη δική της ακμή και παρακμή. Μέχρι το 1925 υπήρχαν χιλιάδες όργανα σε όλη την Ελλάδα αλλά με την εμφάνιση του τζουκ μποξ και του γραμμοφώνου έχασε την αίγλη της .Επίσης επειδή συνδέθηκε με τα ρεμπέτικα και τους τεκέδες κυνηγήθηκε από τον Μεταξά και τότε μάλιστα καταστράφηκαν πολλά όργανα.


Στη σύγχρονη εποχή η λατέρνα είναι πολύ παραμερισμένη και αρκετά σπάνιο θέαμα. Η ζήτηση είναι αρκετά περιορισμένη σε συλλέκτες και κάποιους ελάχιστους μουσικούς. Στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν μόνο 8-9 περιπλανώμενοι εκ των οποίων 1 στον Πειραιά, 3 στην Αθήνα, 1 στην Γλυφάδα όπως και κάποιοι τσιγγάνοι οι οποίοι όμως περιπλανώνται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Επίσης σε μαγαζιά διασκέδασης πολύ σπάνια βρίσκονται λατέρνες αφού οι δίσκοι, τα γραμμόφωνα και τα Juke box παραμέρισαν τελείως τη λατέρνα μετά το 40. Οι πωλήσεις πλέον γίνονται σπάνια και συνήθως όχι κατόπιν παραγγελίας αλλά αγοράζονται έτοιμα κομμάτια. Τα τραγούδια τα οποία ταυτίστηκαν με τη λατέρνα όπως η Φραγκοσυριανή, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Το Τραμ το τελευταίο, Οι θαλασσιές οι χάντρες, παραμένουν στο ρεπερτόριο και των καινούργιων οργάνων και υπάρχουν κάποιες προσθήκες σε τραγούδια του Μίμη Πλέσσα ή του Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Παρόλο που δεν είναι παραδοσιακό Ελληνικό όργανο, πρέπει να δοθεί ιστορικό δίκαιο στη λατέρνα: Μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση… κυριολεκτικά τίποτα. Ο κόσμος μπορούσε να ακούσει μουσική μόνο σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια. Η μόνη εναλλακτική λύση ήταν η λατέρνα, το μαζικό μέσο μουσικής, με την οποία ο κόσμος ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, διασκέδασε, τόνωσε την Εθνική του συνείδηση, “άκουσε”. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ένα σοβαρό κομμάτι από τη μουσική μας κληρονομιά είναι επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου, όπως η παραδοσιακή ενορχήστρωση, το “μπαγλαμαδάκι”, η χαρακτηριστική τρίλια, το ρυθμικό μπάσο, οι διφωνίες και άλλα.


Για αυτό, όταν συναντήσετε κάποια στιγμή στη ζωή σας μια λατέρνα να παίζει, σταματήστε και ακούστε! Ίσως να είναι η τελευταία φορά που την αντικρίζετε!




















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟΥ - ΣΠΥΡΟΣ ΖΩΙΤΣΑΣ

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ZUMBA INSTRUCTOR ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΝΙΚΟΛΕΤΟ

Αποκλειστική συνέντευξη στην ΈΛΕΝΑ ΦΩΤΙΟΥ